• Search
    • Search
    • Βρες ότι χρειάζεσαι γρήγορα και απλά.
4ος Αγώνας - Ισπανία (Jerez)
Ο αγώνας βρίσκεται σε εξέλιξη!
Image
ΜotoGP LEGENDS: MIKE HAILWOOD
Βρετανική Τελειότητα
Legends 27/02/2010 - 19:21

Στην ιστορία των αγώνων μοτοσυκλέτας, λίγες προσωπικότητες ξεχωρίζουν όσο αυτή του Mike Ηailwood. Χαρακτηριστικό της αξίας του, αλλά και της δημοτικότητάς του είναι το δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Ισπανία, τη σύγχρονη Mecca των MotoGP: To αναγνωστικό κοινό του Ισπανικού Motociclismo ανέδειξε τον Hailwood ως τον καλύτερο αναβάτη των πρώτων 50 χρόνων για τα 500cc, ξεπερνώντας ακόμη και ήρωες της χώρας, όπως ο Angel Nieto. Τί ήταν όμως αυτό που έκανε τον Hailwood τόσο ξεχωριστό;

 

Ο Stanley Michael Bailey Hailwood, γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1940 στο Great Milton του Oxfordshire. Ο πατέρας του, Stan Hailwood, ήταν ένας ιδιαίτερα ευκατάστατος, έμπορος μοτοσυκλετών, με μεγάλο δίκτυο σε ολόκληρο το Βρετανικό Νησί, αλλά ταυτόχρονα και αναβάτης αγώνων μοτοσυκλέτας, πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. H επαφή με μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα από μικρή ηλικία, σίγουρα έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Mike Hailwood.

O Hailwood με την Ducati 900SS στο Isle of Man
O Hailwood με την Ducati 900SS στο Isle of Man

 

Αρχικά, έκανε της πρώτες βόλτες του με minibike στην οικογενειακή έπαυλη και μέχρι τα 17 του χρόνια είχε έναν εντυπωσιακό στόλο από γρήγορες μοτοσυκλέτες στο garage του. Μετά την ολοκλήρωση των σχολικών του υποχρεώσεων, ξεκίνησε τις σπουδές του στο Pangbourne College, τις οποίες όμως εγκατέλειψε σύντομα. Ο νεαρός Hailwood προτίμησε να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση, πριν ο πατέρας του τον στείλει ως μαθητευόμενο στην Triumph, τη μεγαλύτερη Βρετανική μοτοβιομηχανία της εποχής. Ήταν πάντως κοινό μυστικό, για όλη την οικογένεια ότι ο Mike θα ακολουθούσε καριέρα αναβάτη αγώνων ταχύτητας. Βεβαίως, ήταν τυχερός που βρισκόταν στη Βρετανία, μια χώρα με μεγάλη παράδοση στους αγώνες μοτοσυκλέτας, με αναβάτες θρύλους όπως ο Geoff Duke και ο John Surtess.

H εκπληκτική Ducati 900SS
H εκπληκτική Ducati 900SS

 

Ο Hailwood έτρεξε τον πρώτο του αγώνα στις 22 Απριλίου του 1957, στο διάσημο Oulton Park. Χωρίς καν να έχει κλείσει τα 17 του χρόνια, κατάφερε να τερματίσει στην 11η θέση, τραβώντας τα βλέμματα πάνω του. Η συνέχεια στους Βρετανικούς αγώνες ήταν λαμπρή, αφού ο νεαρός κατάφερε να ξεχωρίσει ανάμεσα σε ήδη καταξιωμένους αγωνιζόμενους όπως ο Geoff Duke και ο Derek Minter. Μέχρι το 1961, είχε χτίσει ένα καλό όνομα και ξεκίνησε να συνεργάζεται με την ομάδα της Honda, που τότε έκανε τα πρώτα της βήματα στους αγώνες.

 

Οδηγώντας μια τετρακύλινδρη, τετράχρονη 250cc, ο Βρετανός κατάκτησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στη συγκεκριμένη κατηγορία, το 1961. Οι επιτυχίες του Hailwood τράβηξαν αμέσως το ενδιαφέρον της τότε κραταιάς MV Agusta και το 1962 υπογράφηκε το πρώτο μεταξύ τους συμβόλαιο. Από εκεί και πέρα, ο Βρετανός αναβάτης ξεκίνησε να γράφει ιστορία, με 4 διαδοχικούς Παγκόσμιους Τίτλους στα 500cc, από το 1962 μέχρι το 1965 (ο πρώτος που κατάφερε κάτι τέτοιο), συνεχείς επιτυχίες και πολλά ρεκόρ.

O Hailwood με Agusta
O Hailwood με Agusta

 

Είναι δεδομένο ότι ο Mike Hailwood είχε ένα ιδιαίτερο, έμφυτο ταλέντο, στην οδήγηση της μοτοσυκλέτας σε αγωνιστικούς ρυθμούς. Aυτό ακριβώς το ταλέντο ήταν που του έδωσε και το προσωνύμιο, "the Bike". Το στυλ του ήταν ήρεμο, με το σώμα σκυμμένο πίσω και τα χέρια τεντωμένα μπροστά. Σε γενικές γραμμές, κατάφερνε να φαίνεται ότι οδηγεί πολύ ομάλά και αβίαστα, ενώ κινούνταν εκπληκτικά γρήγορα. Εκείνη την εποχή, οι αναβάτες δεν είχαν ξεκινήσει ακόμα να βγάζουν το εσωτερικό τους πόδι, στις στροφές και μπορεί να πει κανείς ότι το σώμα τους ήταν κολλημένο πάνω στη μοτοσυκλέτα. Αυτό το στυλ αποθεώνεται από τον Hailwood και θα κορυφωθεί αργότερα από τον Giacomo Agostini.

O Ηailwood με την εξακύλινδρη Honda 250cc
O Ηailwood με την εξακύλινδρη Honda 250cc

 

Πάντως, σε ότι αφορά το Βρετανό, φαινόταν να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που θα τον έφερναν στην κορυφή: Είχε θάρρος, ταχύτητα, σωστή στρατηγική, ενώ και η δημοτικότητά του ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Ήταν πάντοτε κεφάτος και χαμογελαστός, ακόμα και στις λιγότερο ευχάριστες στιγμές, όταν είχε ηττηθεί. Επίσης, ήταν ένας από τους πρώτους που άρχισε να εφαρμόζει τακτικές και ψυχολογικά παιχνίδια απέναντι στους αντιπάλους του. Χαρακτηριστική η στρατηγική του στο Isle of Man ΤΤ του 1963: Σε μια εποχή που η μέση ταχύτητα 100mph ήταν κάτι σπάνιο και αξιοσημείωτο, ο Ηailwood δήλωσε πριν τις δοκιμές ότι κάθε γύρος του θα πραγματοποιούνταν με περισσότερα από 100mph. Στην εκκίνηση, έσπρωξε τη μοτοσυκλέτα για να τη βάλει μπροστά, χωρίς να δείχνει βιαστικός ή αγχωμένος, αλλά μόλις βρέθηκε πίσω από το fairing τα έδωσε όλα. Πιστός στις δηλώσεις του, ολοκλήρωσε τις δοκιμές με περισσότερα από 100mph σε κάθε γύρο. Τη μέρα του αγώνα, η ψυχολογία των αντιπάλων του είχε καταρρακωθεί και γνώριζαν ότι αγωνίζονταν στην καλύτερη περίπτωση για τη 2η θέση.

Honda RC166
Honda RC166

 

Γενικά ο Hailwood είχε την τακτική να διαλύει τον ανταγωνισμό, δημιουργώντας μεγάλες διαφορές που δύσκολα καλύπτονταν. Αυτό πάντα φαινόταν να γίνεται με μεγάλη ευκολία και χωρίς ιδιαίτερη πίεση. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του Βρετανού, που καθήλωνε τον ανταγωνισμό ήταν η αποφασιστικότητά και η επιμονή του: Στο Isle of Man TT του 1965, ο Hailwood είχε ένα ατύχημα, όπου κατέστρεψε το fairing της Agusta του και τραυμάτισε το πηγούνι του. Αντί όμως να εγκαταλείψει την προσπάθεια, ο Βρετανός σήκωσε τη μοτοσυκλέτα του και κατάφερε να πάρει μια ακόμα καρώ σημαία στον αγαπημένο του αγώνα. Αυτή η προσπάθεια έχει δώσει μια από τις πιο χαρακτηριστικές φωτογραφίες στην ιστορία των αγώνων μοτοσυκλέτας, όπου ο Hailwood στρίβει στη στροφή Ramsey, με τη μοτοσυκλέτα τραυματισμένη και το αίμα να τρέχει από το πηγούνι του.

 

Πάντως, αν μπορεί κανείς να πει ότι ο Βρετανός υστερούσε κάπου, αυτό ήταν σε μηχανολογικές γνώσεις. Φυσικά, ρύθμιζε με επιτυχία τη μοτοσυκλέτα του, όμως δε συνέβαλε ιδιαίτερα στην εξέλιξή της. Αυτό βεβαίως δεν του κόστισε, αφού η MV Agusta που οδηγούσε, ήταν με διαφορά η καλύτερη μοτοσυκλέτα της γενιάς της.

 

Η Gilera είχε αποδείξει στο παρελθόν ότι ο τετρακύλινδρος εν σειρά, που έδινε υψηλούς ρυθμούς περιστροφής και μεγάλη ισχύ ήταν το μέλλον στους αγώνες ταχύτητας μοτοσυκλέτας. Παρόλα αυτά, η Ιταλική εταιρία εγκατέλειψε νωρίς τους αγώνες, λόγω οικονομικών προβλημάτων, αφήνοντας την MV Agusta να παίξει μπάλα μόνη της (Η Gilera επέστρεψε αργότερα, αλλά χωρίς επιτυχία). Ο ανταγωνισμός αποτελούνταν κυρίως από Βρετανικές μονοκύλινδρες και δικύλινδρες, οι οποίες αν και ελαφρύτερες από τις Ιταλικές τετρακύλινδρες, έχαναν την επαφή στην ευθεία. Από τα τέλη του '50 και για περισσότερα από 15 χρόνια, η Agusta, με την 500 Quattro δεν είχε αντίπαλο. Ο Hailwood ταίριαξε αμέσως πάνω της και σημείωσε επιτυχίες χωρίς πολύ κόπο. Η μοτοσυκλέτα ήταν εξέλιξη της αντίστοιχης που έφερε τον John Surtees στην κορυφή του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Ταχύτητας.

 

Ο κινητήρας δεν είχε σχεδόν καμία αλλαγή: Τετρακύλινδρος εν σειρά, με δύο εκκεντροφόρους επικεφαλής και δύο βαλβίδες ανά κύλινδρο, απέδιδε σχεδόν 74 ίππους στις 10.500 RPM. Το βάρος βρισκόταν στα 157 κιλά και η τελική ταχύτητα έφτανε τα 241km/h. Με την πάροδο του χρόνου υπήρξαν βελτιώσεις στα ελατήρια των βαλβίδων (που έγιναν πιο ανθεκτικά και επέτρεψαν υψηλότερους ρυθμούς περιστροφής) και μπήκε κιβώτιο έξι σχέσεων αλλά η βασική ιδέα παρέμεινε ίδια. Από την άλλη πλευρά, τα πλαίσια άρχιζαν να αποκτούν ικανοποιητική ακαμψία, ενώ πλέον σχεδιάζονταν βάσει των προτιμήσεων αλλά και των παρατηρήσεων των αναβατών. Πάντως, λόγω της έλλειψης ανταγωνισμού, οι μηχανικοί της Ιταλικής εταιρίας παρέμειναν πιστοί στο ίδιο σχέδιο για χρόνια, χωρίς να υπάρχει κάποια ουσιαστική αλλαγή ή εξέλιξη. Το επιχείρημα ήταν πειστικό: Εφόσον κερδίζουμε όπως είμαστε, γιατί να αλλάξουμε κάτι;

 

Όπως και να έχει το πράγμα, ο Hailwood οδηγούσε καταπληκτικά, χωρίς να αφήνει περιθώριο για αμφισβήτηση της κυριαρχίας του και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Χαρακτηριστικό της ικανότητας του Βρετανού, αλλά και της εποχής, ήταν το γεγονός ότι από το 1962 ξεκίνησε να αγωνίζεται σε τρεις κατηγορίες, δηλαδή στα 250cc, 350cc και 500cc. Μάλιστα, στον αγώνα του Sachsenring το 1962 o Hailwood κατάφερε να κερδίσει και στις 3 κατηγορίες. Επίσης, συμμετείχε σε αγώνες αυτοκινήτων με επιτυχία (καλύτερη επίδοση, μια 6η θέση στο Grand Prix F1 του Monaco, το 1964). Μέχρι το 1965, ήταν ανίκητος και ουσιαστικά χωρίς σοβαρό ανταγωνιστή. Το μόνο πρόβλημα, ήταν η σχέση του με τον ιδιόρρυθμο κόμη Agusta, ιδιοκτήτη της ομόνυμης ομάδας. Ο Agusta είχε την τακτική να συμμετέχει μόνο στις κατηγορίες, όπου ήταν απόλυτα σίγουρος για την υπεροχή της μοτοσυκλέτας του. Αντίθετα, ο Βρετανός αναβάτης ήθελε να αγωνίζεται παντού και πάντα. Αυτό φυσικά, δημιουργούσε ένταση μεταξύ τους, με τον Hailwood να επιλέγει κατά καιρούς να αγωνιστεί με διαφορετικούς κατασκευαστές, όπως η MZ, στα 250cc.

 

Το 1965, εμφανίστηκε η πρώτη σοβαρή πρόκληση, στο πρόσωπο του νεαρού τότε Giacomo Agostini, team mate του στην ομάδα της MV Agusta. Ο Hailwood κατάλαβε αμέσως την ποιότητα του Ιταλού και παράτησε τους αγώνες αυτοκινήτων, για να αφοσιωθεί στις μοτοσυκλέτες. Η προσήλωσή του απέδωσε καρπούς και κατάφερε να επιβληθεί έναντι του νεαρού αντιπάλου του, για το Πρωτάθλημα του 1965. Αυτός όμως έμελε να είναι και ο τελευταίος Τίτλος του Βρετανού στα 500cc. Οι συνεχείς διαφωνίες του Hailwood με τη διοίκηση της Ιταλικής ομάδας τον οδήγησαν να παραιτηθεί και να μεταπηδήσει στην ανερχόμενη τότε ομάδα της Honda.

 

Ο Ιάπωνας κατασκευαστής είχε δείξει τις δυνάμεις του στις μικρότερες κατηγορίες και τώρα σχεδίαζε μια δυναμική είσοδο στα 500cc. Η εξακύλινδρη RC166 των 250cc ήταν μια καταπληκτική μοτοσυκλέτα, γρήγορη και εύκολη στην οδήγηση και πάνω της o Βρετανός δε δυσκολεύτηκε να κατακτήσει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 250cc, του 1966. Δυστυχώς, η μεγάλη της αδερφή των 500cc, δεν είχε τίποτα από το χαρακτήρα της RC166. Η τετρακύλινδρη Honda της Μεγάλης Κατηγορίας ήταν βαριά, άκαμπτη και με δύστροπη συμπεριφορά. Σε καμία περίπτωση, δε θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την κυρίαρχη Agusta.

 

Παρόλα αυτά, ο Hailwood έδειξε για μια ακόμα φορά την κλάση του και το 1967, όχι μόνο έδωσε στο Ιαπωνικό εργοστάσιο την παρθενική του νίκη στη Μεγάλη Κατηγορία, αλλά έφτασε να διεκδικεί και τον Τίτλο αναβατών. Εκείνη τη χρονιά ο αγώνας του Isle of Man άφησε εποχή με τους Hailwood και Agostini να παλεύουν μέχρι τελική πτώσης. Ο Βρετανός πήρε τελικά την καρώ σημαία, σημειώνοντας ρεκόρ γύρου με ταχύτητα 108.77 mph, μια επίδοση που έκανε 8 χρόνια να ξεπεραστεί.

 

Παρόλα αυτά, ήταν φανερό ότι η συγκυρία ήταν δυσάρεστη. Η Ιαπωνική μοτοσυκλέτα ήταν πίσω από τον ανταγωνισμό και ταυτόχρονα η Honda επέλεξε να κάνει περικοπές στο πρόγραμμά της, στους αγώνες μοτοσυκλέτας, με σκοπό να επικεντρωθεί στην Formula 1. Ο Ιάπωνας κατασκευαστής πλήρωσε τον Hailwood £50,000 (σχεδόν 1 εκατομμύριο δολλάρια, σε σημερινά χρήματα) για να μη συνεργαστεί με άλλη ομάδα. Η Honda σκόπευε να επιστρέψει δυναμικά στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ταχύτητας και ήθελε να εξασφαλίσει, ότι ο Βρετανός αστέρας θα ήταν σίγουρα στην ομάδα της. Η MV Agusta προσπάθησε εκ νέου να τον εντάξει στο δυναμικό της, αλλά ο Hailwood άρχισε να αισθάνεται ότι δεν είχε κάτι πλεόν να δώσει στους αγώνες μοτοσυκλέτας. Έτσι, επέστρεψε στους τέσσερις τροχούς.

 

O Βρετανός αγωνίστηκε με μοτοσυκλέτα στον αγώνα της Daytona το 1970 και 1971, όμως εκείνη την περίοδο το ενδιαφέρον του και οι κόποι του είχαν συγκεντρωθεί στα αυτοκίνητα. Ο Hailwood αγωνίστηκε στα Πρωταθλήματα Formula 5000, Formula 1 και Formula 2. Η μεγαλύτερή του επιτυχία, ήταν η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Formula 2 το 1972 (με την ομάδα του John Surtees) καθως και 2 βάθρα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Formula 1. Επίσης, ανέβηκε στο βάθρο στις 24 ώρες του Le Mans, το 1969. Η καριέρα του στoυς αγώνες μονοθεσίων τερματίστηκε στο Nürburgring το 1974, μετά από ένα τρομακτικό ατύχημα, όπου λίγο έλειψε να χάσει τα πόδια του.

 

Παρόλα αυτά, ο "Mike the Bike" δε θα το έβαζε κάτω τόσο έυκολα. Το 1975 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Pauline Barbara Nash, με την οποία απέκτησε ένα γιο και μια κόρη. Αυτό φαίνεται να τόνωσε την ψυχολογία του Βρετανού Αστέρα, που αποφάσισε να επιστρέψει στους αγώνες. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στη Νότια Αφρική και αργότερα στη Νέα Ζηλανδία όπου έτρεξε για λίγο με αυτοκίνητα και σχεδίασε την επάνοδό του στον κόσμο των αγώνων μοτοσυκλέτας. Ο Hailwood ενδιαφερόταν πολύ για την υστεροφημία του και ήθελε να αποχωρήσει από τους αγώνες εντυπωσιακά. Έτσι, το 1978, μετά από 11 χρόνια αποχής από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα αγώνων μοτοσυκλέτας, πραγματοποίησε μια εκπληκτική επιστροφή, στο αγαπημένο του Isle of Man TT, πάνω σε μια Ducati 900SS.

 

Ο Hailwood κέρδισε το F1 TT, κλείνοντας τα στόματα όσων προς στιγμήν τον θεώρησαν τελειωμένο, δεν κατάφερε όμως να κερδίσει το Senior TT (πάνω σε μια Yamaha). Έτσι, αποχώρησε από το νησί με ένα τρόπαιο, αλλά και με την αίσθηση ότι είχε αφήσει κάποιες δουλειές μισοτελειωμένες. Αυτές οι δουλειές έκλεισαν την επόμενη χρονιά, όταν πάνω σε μια Suzuki πήρε την καρώ σημαία στο Senior TT του Isle of Man, με νέο ρεκόρ γύρου. Ο θρύλος ήταν ζωντανός και πλέον μπορούσε να αποσυρθεί ήσυχα στις δάφνες του.

 

Ο καταξιωμένος αναβάτης εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στη Βρετανία όπου ξεκίνησε μια ήρεμη ζωή με την οικογένειά του. Δυστυχώς, η ευτυχία τους θα ήταν σύντομη. Το Σάββατο, 21 Μαρτίου του 1981, ο Mike Hailwood ξεκίνησε μια βόλτα με τα δύο του παιδιά, Michelle και David, με το οικογενεικό Rover SD1. Στην επιστροφή, το αυτοκίνητο συγκρούστηκε με ένα φορτηγό που πραγματοποιούσε παράνομη αναστροφή. Η Michelle, 9 ετών, σκοτώθηκε ακαριαία. Ο Mike και ο γιος του David, διακομίστηκαν σε νοσοκομείο. Δύο μέρες αργότερα, ο μεγάλος αναβάτης υπέκυψε στα τραύματά του, ενώ ο γιος του κατάφερε να επιζήσει. Στον οδηγό του φορτηγού επιβλήθηκε πρόστιμο £100. Ποιός θα περιμένε ότι ο άνθρωπος που κυριαρχούσε στις πίστες του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Ταχύτητας μοτοσυκλετών στα μέσα του '60, θα έπεφτε θύμα ενός απρόσεκτου φορτηγατζή, σε δημόσιο δρόμο;

 

Η κληρονομία του πάντως επιζεί μέχρι σήμερα. Ο Mike Hailwood ήταν η κορύφωση μιας λαμπρής παράδοσης της Μεγάλης Βρετανίας στους αγώνες μοτοσυκλέτας. Ξεκίνησε μεταπολεμικά με τον Les Graham, συνεχίστηκε με τους Duke, Surtess και Hocking, απογειώθηκε με τον Hailwood και κατά κάποιο τρόπο έκλεισε με τον Barry Sheene. Για τα επιτεύγματά του, ο αναβάτης από το Great Milton κέρδισε ένα George Metal, Τίτλος αντίστοιχος του Victoria Cross για καιρό ειρήνης. Κάθε χρόνο, το Μάρτιο, η μνήμη του τιμάται στο "Mike Hailwood Memorial Run". Η εκκίνηση της πορείας γίνεται έξω από το παλίο εργοστάσιο της Norton, στο Aston του Birmingham, και ολοκληρώνεται στην εκκλησία του Tanworth-in-Arden, όπου είναι θαμμένοι ο μεγάλος αναβάτης και η κόρη του.

 

Το παλμαρέ του είναι πραγματικά εντυπωσιακό: 76 νίκες σε 152 Grand Prix, 112 συνολικά βάθρα, 14 νίκες στο Isle of Man TT και 9 Παγκόσμιοι Τίτλοι, 4 στα 500cc, 3 στα 250cc και 2 στα 350cc. Επίσης, το 1979 του απονεμήθηκε το Segrave Trophy. Η FIM τον ανακύρηξε Grand Prix "Legend" το 2000, την ίδια χρονιά που μπήκε και στο AMA Motorcycle Hall of Fame . Την επόμενη χρονιά, ο Βρετανός θρύλος μπήκε και στο International Motorsports Hall of Fame.

 

Θα μπορούσει κανείς να πει ότι ο Mike Hailwood είναι ο σημαντικότερος αναβάτης που βγήκε ποτέ από το Βρετανικό Νησί, ενώ εμπνέει ακόμα και σήμερα ανερχόμενους συμπατριώτες του, όπως ο Bradley Smith. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι Βρετανοί λατρεύουν τον "Mike the Bike". Κατά κάποιο τρόπο ενσάρκωνε την κλασική εικόνα του Βρετανού Sportsman, σε δύο τροχούς: Ανίκητος μέσα στην πίστα, αλλά πρόσχαρος και αγαπητός από όλους έξω από αυτή. Μια εικόνα-κόσμημα για την ιστορία των αγώνων μοτοσυκλέτας.

Επόμενο άρθρο »

MotoGP LEGENDS: Kevin Schwantz

« Προηγούμενο άρθρο

ΜotoGP LEGENDS: JOHN SURTEES

Χορηγοί
Σχετικά άρθρα